Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ, ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΕΙ ΠΡΟΤΑΣΗ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ;


Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ, ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΕΙ ΠΡΟΤΑΣΗ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ;

του Δημήτρη Γερούκαλη ,
Όμιλος για τον Ελληνικό Πολιτισμό, Κως
Στην εποχή μας οφείλουμε να γνωρίζουμε ότι Εθνική Ταυτότητα είναι ο ιδιαίτερος τρόπος μετοχής του Έθνους στην επικρατούσα μορφή Οικουμένης. Και η επικρατούσα μορφή Οικουμένης, για τα σύγχρονα έθνη, είναι η Νεωτερική. Οι προνεωτερικές μορφές σώζονται ως παραδόσεις. Η εξέλιξη του νοήματος που δίνει ο νεωτερικός άνθρωπος στην ταυτότητα του έθνους έχει αρχικώς δημοκρατικό, εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα. Ακολούθως αναδύεται η εθνοφυλετική διάσταση, γονιδιακή και καταλήγει στον εθνομηδενισμό. Η εθνική ταυτότητα παραπέμπει σε κοινότητα μηδενικού περιεχομένου, η οποία λειτουργεί στο νοερό, φαντασιακό επίπεδο και κυριαρχείται από τον κοσμοπολιτισμό των πολυεθνικών. Η νεωτερική εθνική συνείδηση διακρίνεται για την κρίση των νοημάτων, για τη κρίση της εθνικής συνοχής.
Στην Ελλάδα, με την επικράτηση του εθνομηδενισμού, βιώνουμε νοερώς μια ψευδο - κοινότητα και ένα καπιταλιστικό σύστημα σαφώς αντιλαϊκού χαρακτήρα. Το εθνικό κράτος, άδειο κέλυφος όπου εγκαταβιώνει ο παρασιτικός οργανισμός (κοινωνικός παρασιτισμός, γραικυλισμός, πελατειακό πολιτικό σύστημα, διασωλήνωση με τα διαρθρωτικά ταμεία της Ευρωπαϊκής Ενώσεων).
Το ότι η νεωτερικότητα είναι σε βαθιά κρίση ομολογείται από όλους, ένθεν κακείθεν. Η δε εξέλιξη της, η παγκοσμιοποίηση, πυροδοτεί την ανάδυση νέων πολιτικών κινημάτων, όπως ο εκσυγχρονισμός, ο φονταμενταλισμός και ο μετανεωτερισμός.
Ο εκσυγχρονισμός καλείται να αναζωογονήσει το διαλυμένο άτομο, να καταργήσει τις κρατικιστικές κατακτήσεις και να οργανώσει τον κοινωνικό δαρβινισμό. Ο φονταμενταλισμός οδηγεί σε προ - νεωτερικά συστήματα. Επιδιώκει την κοινωνική αλληλεγγύη και την κατάργηση του ατομικισμού. Δυστυχώς όμως είναι συνυφασμένος με τον προ - νεωτερικό κολεκτιβιστικό άνθρωπο και την παράδοση.

Greeks ...... From Wikipedia, the free encyclopedia

Greeks

From Wikipedia, the free encyclopedia

Greeks
Έλληνες
Greeks.png
Ioannis KapodistriasPericlesEl GrecoAlexander the GreatEleftherios Venizelos
Total population
approx. 14,000,000–16,000,000 [1]
Regions with significant populations
Greece10,166,929 (2001 census)[2]
United States1,350,600a (2008 est.)[3]
Cyprus635,914 (2001 census)[4]
Australia365,120b (2006 census)[5]
United Kingdom400,000 (estimate)[6]
Germany294,891 (2007 est.)[7]
Canada242,685c (2006 census)[8]
France210,000 (2009 est.)[9]
Albania200,000[10]
Russia97,827 (2002)[11]
Chile90,000–120,000[12]
Ukraine91,500 (2001 census)[13]
South Africa55,000 (2008 estimate)[14]
Brazil50,000d[15]
Italy30,000 (2008 estimate)[16]
Argentina30,000 (2008 estimate)[17]
Belgium15,742 (2007)[18]
Sweden12,000–15,000[19]
Kazakhstan13,000 (est)[20]
Switzerland11,000 estimated[21]
Uzbekistan9,500 estimate[22]
Romania6,500 2002 census[23]
Turkey2,500[24]
Elsewheresee Greek diaspora
Languages

Greek

Religion

Greek Orthodox

Footnotes
a An estimated 3,000,000 claim Greek descent.[25]
b Only includes people of 1st and 2nd generation "Greek" background. Estimates of total "Greek" population in Australia ranges from 700,000 - 800,000.[26]
c Those whose stated ethnic origins included "Greek" among others. The number of those whose stated ethnic origin is solely "Greek" is 145,250. An additional 3,395 Cypriots of undeclared ethnicity live in Canada.
d "Including descendants".

The Greeks (Greek: Έλληνες, IPA: [ˈe̞line̞s]), also known as Hellenes, are a nation and ethnic group native to Greece, Cyprus and neighbouring regions, who can also be found in diaspora communities around the world.[27]

Greek colonies and communities have been historically established in most corners of the Mediterranean but Greeks have always been centred around the Aegean Sea, where the Greek language has been spoken since antiquity.[28] Until the early 20th century, Greeks were uniformly distributed between the Greek peninsula, the western coast of Asia Minor, Pontus, Egypt, Cyprus andConstantinople; many of these regions coincided to a large extent with the borders of the Byzantine Empire of the late 11th century and the Eastern Mediterranean areas of the ancient Greek colonization.[29]

In the aftermath of the Greco-Turkish War (1919-1922), a large-scale population exchange between Greece and Turkey transferred and confined ethnic Greeks almost entirely into the borders of the modern Greek state and Cyprus. Other ethnic Greek populations can be found from Southern Italy to the Caucasus and in diaspora communities in a number of other countries. Today, the vast majority of Greeks are at least nominally adherents of Greek Orthodoxy.[30]

Contents

[hide]

Η ελληνική ταυτότητα του Νίκου Καζαντζάκη

Η ελληνική ταυτότητα του Νίκου Καζαντζάκη

Του Γιώργου Στασινάκη*

Ασκητής, φιλόσοφος, προφήτης, οραματιστής, ποιητής, είναι κάποιες θετικές εκτιμήσεις για τον Νίκο Καζαντζάκη. Υπάρχουν όμως και αρνητικές εκτιμήσεις και πολεμικές εκ μέρους του πολιτικού, θρησκευτικού και λογοτεχνικού κατεστημένου. Τον χαρακτηρίζουν άθεο, στοιχείο αντεθνικό, ανθέλληνα.

Είναι αλήθεια ότι γύρω από τη σκέψη του Καζαντζάκη υπήρξαν αντιγνωμίες. Ο καλύτερος όμως τρόπος για να διαμορφωθεί μια ακριβής εικόνα του, είναι μια μελέτη του έργου του και μια όσο γίνεται πιο πιστή αναφορά σ’ αυτό. Έτσι θα αντιληφθούμε την πραγματική του προσωπικότητα και την ακρίβεια των αναλύσεων του σχετικά με την Ελληνική του ταυτότητα. Τη μέθοδο αυτή υιοθέτησα σ’ αυτό το άρθρο. Πράγματι, όταν μελετά κανείς το έργο του Καζαντζάκη (μυθιστορήματα, δραματικά έργα, ποίηση, αλληλογραφία) θα κάνει αμέσως δύο διαπιστώσεις. - Πρώτον, την αγάπη του για την Ελλάδα, ιδιαίτερα για την Κρήτη, το λαό, τον πολιτισμό, τη γη και την παράδοση. - Και δεύτερον, ένα άνοιγμα στο κόσμο, στους άλλους πολιτισμούς, τα τοπία και στους ανθρώπους. Θα προσπαθήσω να παρουσιάσω την Ελληνικότητα του Καζαντζάκη, εξετάζοντας διαδοχικά τα εξής σημεία:

1. Η γη και οι άνθρωποι. 2. Ο πολιτισμός και η γλώσσα. 3. Ο νεοελληνισμός και η σύνθεση.



1. Η ΓΗ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ Όσο ζούσε κοντά στην ελληνική γη, στα σπλάχνα της, την αγάπησε με δύναμη. ΄Οταν ζούσε μακριά της την αποζητούσε με νοσταλγία. Γνώρισε τον ελλαδικό χώρο το 1914 με τις πρώτες του περιοδείες στη Βόρειο Ελλάδα, στο Αγιο Όρος, τα νησιά, τη Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο. Ταξιδεύοντας ακριβώς στην Πελοπόννησο γράφει: “Ποτέ δέν έσμιξε τόσο οργανικά ή χάρη κι η δύναμη όσο εδώ, στην αυστηρή και πρόσχαρη Ελλάδα. Για να νιώσεις την αρχαία Ελλάδα, τη σκέψη της, την τέχνη της, τους θεούς της, μονάχα μια αφετηρία υπάρχει: το χώμα, η πέτρα, το νερό, ο αέρας της Ελλάδας. Απο δω πρέπει ν’ αρχίσεις. Κι η πιο αυστηρή συγκίνηση, κι η πιο τολμηρή φαντασία για να ζήσει ―ή καλύτερα για να γεννηθεί καν? έχει ανάγκη από σώμα. Κι ο δημιουργός, το σώμα της το βρίσκει μονάχα κοιτάζοντας γύρα του το φως πως παίζει και τα βουνά πως ακινητούν. ΄Ολα του τα υλικά ο καλλιτέχνης γύρα του τα ζητάει. Αν ο τόπος του έχει μάρμαρο ή γρανίτη ή μονάχα λάσπη, η τέχνη του παίρνει και διαφορετικό δρόμο. Η ποιότητα κι η αντίσταση της ύλης ρυθμίζει όχι μονάχα τα σύνεργα του παρά και την καρδιά του. Ανάμεσα καλλιτέχνη και τοπίου δεν υπάρχει κλειστός, αδιαπέραστος μεσότοιχος. Το τοπίο μπαίνει μέσα στο κορμί του καλλιτέχνη κι από τις πέντε πόρτες του και πλάθει τις αισθήσεις του^ και πλάθοντάς τες, πλάθεται συνάμα κατ’ εικόνα τους κι ομοίωση. Συλλογίζουμαι τη σύγχρονη πνευματική μας ζωή ―τη σκέψη μας, την τέχνη? κι η καρδιά μου ταράζεται. Να ήταν παντοδύναμο το τοπίο, τι ευτυχία! Το χώμα τούτο θα γεννούσε ακατάπαυτα μεγάλους τεχνίτες. Μα η δημιουργία είναι η συνισταμένη από πολύπλοκους νόμους, μια εξαιρετική ισορρόπηση από πλήθος φανερές και κρυφές αντικρουόμενες δυνάμεις, μια στιγμή χωρίς επιστροφή! Και στην Ελλάδα, η θεία αυτή στιγμή μια φορά μονάχα ―επί χιλιάδες χρόνια? άστραψε. Και δε βάσταξε παρά πενήντα χρόνια. Πριν και μετά, το τοπίο μένει το ίδιο, μα η ψυχή που το δέχεται θαμπώνεται... Γύρα μου στο τρένο κουβέντες ασήμαντες, κουραστικές κοινοτοπίες. Κανένας δέν ξεστομίζει μια λέξη νά ’χει ουσία, κανένας δε διαβάζει βιβλίο, κανένας δεν κοιτάζει έξω κατά τη στεριά ή κατά τη θάλασσα με παρθένο χαρούμενο μάτι. Καμιά ανταπόκριση ανάμεσα τοπίου κι ανθρώπου”. O Καζαντζάκης λατρεύει τη φύση και θεωρεί ότι οι Έλληνες πρέπει να βρίσκονται σε στενή συγγένεια, σε συμβίωση με το περιβάλλον. Στον Αλέξη Ζορμπά αναφέρει: «Να ξέραμε τι λένε οι πέτρες, τα λουλούδια, η βροχή. Μπορεί να φωνάζουν, να μας φωνάζουν, πότε θ’ ανοίξουν τα μάτια μας να δούνε, πότε θ’ ανοίξουν οι αγκαλιές μας, πέτρες, λουλούδια και βροχές κι άνθρωποι ν’ αγκαλιαστούμε...» Δεν του αρέσουν τα μεγάλα αστικά κέντρα. Υποφέρει στην πόλη όπου δεσπόζει η προσποίηση. Αντίθετα, η φύση αρμόζει καλύτερα στην αυθεντικότητά του, στην ανάγκη του για αλήθεια και γνησιότητα. Γράφει για την Αίγινα: «Εδώ πάλι ξαναβρήκα τη γαλήνη, την ταράτσα μου, τη θάλασσα, το βουνό και τον εαυτό μου. Πόσο επιπόλαιος όξω από τη φύση μου, ο θόρυβος της Αθήνας.» Δεν διστάζει να εκφράσει την μεγάλη αγάπη του για την ελληνική επαρχία. “Μονάχα στην επαρχία πια μπορεί να βρει καταφύγιο ή αιδώς, η πνευματική κι η ηθική, η πολύτιμη ντροπαλοσύνη της νιότης, το ιερό χνούδι της ψυχρής παρθενίας. Στην πρωτεύουσα το παιδί γεννιέται χωρίς χνούδι, γρήγορα τα μάτια και τ’ αυτιά ξετσιπώνουνται, κι η πρόωρη πρωιμότητα παραμορφώνει την ψυχή του. Στην επαρχία, μέσα στά σιωπηλά δρομάκια, στίς καθαρότατες γεμάτες γλάστρες αυλές, στους ήσυχους εξοχικούς περιπάτους, στη λαχτάρα της προσδοκίας, στή δυσκολία της εκπλήρωσης του κάθε πόθου, ο νέος έχει καιρό να επιθυμήσει. Απόσταση υπάρχει μεγάλη ανάμεσα επιθυμίας και πραγματοποίησης της ευθυμίας, κι ο νέος, διανύοντας την απόσταση αυτή, τυραννάει και γύμναζει τις πιο υψηλές του ιδιότητες. Προφταίνει η φυσική, νεανική έξαψη για τα ανώτατα να ζήσει λίγον καιρό: και ζώντας το λίγον αυτόν καιρό, μεστώνει στερεώνεται και δυσκολώτερα συνθηκολογεί. Έτσι πού αποδιαντράπηκαν οι πρωτεύουσες, η μόνη ελπίδα πια ν’ ανανεωθεί η παρθενία της Γης έχει καταφύγει στην ντροπαλή, βραδυκίνητη, χαριτωμένη επαρχία”. Σε γράμμα του στους Κριτσιώτες με την ευκαιρία του γυρίσματος της ταινίας του Ζυλ Ντασέν “O Χριστός ξανασταυρώνεται” με την Μελίνα Μερκούρη, γράφει: “Ο Ανταίος, ένας αρχαίος ήρωας, όσες φορές ένιωθε τη δύναΒή του να ξεθυΒαίνει, άγγιζε το χώΒα της πατρίδας του και ξανάνιονε. ΌΒοια κι εγώ τόρα, αγαπηΒένοι Βου συΒπατριώτες, Βίλησα Βαζί σας σας άγγιξα και ξανάνοιωσα”. Σε όλο του τo έργο (Καπετάν Μιχάλης, Αδερφοφάδες, Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται και άλλα) αναφέρεται με αγάπη για την ελληνική γη, για τους απλούς ανθρώπους, τους έλληνες, αν και ορισμένοι τον πίκραναν πολύ. Πράγματι οι επίσημες ελληνικές αρχές (Προξενεία, Κυβέρνηση, Ακαδημία, Εκκλησία, Διανοούμενοι κ.τ.λ.) τον καταδίωξαν, τον συκοφάντησαν, τα βιβλία του εκδόθηκαν με δυσκολία, ορισμένα μάλιστα μετά το θάνατο του. Έκαναν το παν να μην πάρει το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ήθελαν να τον αφορίσουν, δεν του παραχωρούσαν διαβατήριο για να ταξιδεύσει. Παρ’ όλες αυτές τις τεράστιες δυσκολίες και τα μεγάλα εμπόδια, ο Καζαντζάκης συνέχισε να αγαπά την πατρίδα του. Ορισμένες φορές βλέποντας τους μικροπολιτικούς αγώνες, τα συμφέροντα έκανε στους Έλληνες σκληρή κριτική. Μακριά από την πατρίδα του, στην Αντίπολη, εξακολουθούσε να παρακολουθεί και να ενδιαφέρεται για τη λογοτεχνία, την πολιτική και κοινωνική ζωή του τόπου του. Πονούσε για τις δυσκολίες των ανθρώπων, ιδίως στην περίοδο του πολέμου και των κοινωνικών αναταραχών. Προσπαθούσε με το δικό του τρόπο, το γράψιμό του, να τους βοηθήσει να ξεπεράσουν αυτά τα εμπόδια. Στην αλληλογραφία του και στους επισκέπτες της Αντίπολης αναφέρει: «Ζω στην ξενιτιά μα η καρδιά μου περιφέρεται στην Ελλάδα. Την Ελλάδα κουβαλώ μαζί μου, την Ελλάδα την αιώνια. Κρατώ ολάκερη την Ελλάδα κάτω από τα βλέφαρα μου τίποτα θαρρώ δεν μου λείπει. Έχω μονάχα την αγιάτρευτη αγωνία της Ελλάδας που θέλουν να γκρεμίσουν. Πόση χαρά μου δίνετε. Μου φέρατε μαζί σας ένα κομμάτι από την Ελλάδα. Εγώ είμαι «φερέπατρις». Ο Πετρέας ομολογεί στο χρονικό του “Ο Καζαντζάκης στην Αντίπολη”: “...Αρχίσαμε να μιλάμε για την Πατρίδα. Και τον παρεκάλεσα να μου πει πότε θα ταξίδευε στην Ελλάδα. Χαμογέλασε. “- Μα δεν έχω φύγει καθόλου” ήταν η απάντηση. Κι ο Μάριος Πλωρίτης μας δίνει τον παρακάτω διάλογο στο άρθρο του “Τελευταία συνάντηση με τον Καζαντζάκη”. “- Κι η Ελλάδα; τον ρώτησα. “- Η Ελλάδα είναι η μεγάλη μάννα, έκανε ζωηρά. Δεν έχει σημασία κι αν βρίσκομαι μακρυά της. Την Ελλάδα την έχω μέσα μου. Και πιο πολύ την Κρήτη... Έπειτα κι εδώ που βρισκόμαστε είναι Ελλάδα. Την Αντίπολη δεν κτίσανε Έλληνες Ίωνες; Μα είτε εδώ, είτε αλλού η Ελλάδα μ’ ακολουθεί παντού και πάντα... Και πρόστεσε. - Νάσαστε ευτυχισμένος που γεννηθήκατε Έλληνας”.



2. Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

ΚΑΙ Η ΓΛΩΣΣΑ

Σε όλο του το έργο (μυθιστορήματα, θεατρικά έργα, παιδικά βιβλία, αλληλογραφία) ο Καζαντζάκης αναφέρεται και επηρεάζεται από την Ελληνική Ιστορία, τη μυθολογία, τα ήθη και τα έθιμα και τις θρησκευτικές παραδόσεις. Μερικά ονόματα: Προμηθέας, Κούρος, Χριστός, Νικ. Φωκάς, Κων. Παλαιολόγος, Καποδίστριας. Αυτή η αναφορά του στην παράδοση είναι σημαντική, είναι συστατικό στοιχείο της ελληνικής ταυτότητας. Δεν τη θεωρεί στατική αλλά δυναμική. Κατά τον Καζαντζάκη ο Έλληνας πρέπει να εμπνέεται γενικά από την παράδοση, να παίρνει μαθήματα και εμπειρίες, δεν πρέπει όμως να είναι αιχμάλωτος του παρελθόντος. Αλλο σημαντικό στοιχείο είναι η Ορθοδοξία. Πολλά ελέχθησαν για τον Καζαντζάκη, τον είπαν άθεο, αντίχριστο, στην πραγματικότητα όμως ήταν ένθεος. Πίστευε σ’ έναν Θεό που έχουμε μέσα μας, που τον δημιουργούμε, τον σώζουμε ή τον σκοτώνουμε. Αγαπάει και σέβεται τo πρόσωπο του Χριστού στο οποίο αναφέρεται συχνά (Τραγωδία Χριστός, Τερτσίνα Χριστός, Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, Ο Τελευταίος Πειρασμός). Είχε μεγάλη εκτίμηση και θαυμασμό στον Ιησού. Το ίδιο συμβαίνει και με τους Αγίους των οποίων διάβαζε συχνά τη ζωή. Θαύμαζε επίσης τις εικόνες και τις θρησκευτικές ψαλμωδίες. Αναμφισβήτητα είχε μία θρησκευτικότητα και πνευματικότητα, σεβόταν την ελληνορθόδοξη παράδοση. Κύριο όμως πολιτιστικό χαρακτηριστικό της νεοελληνικής ταυτότητας του Καζαντζάκη είναι η δημοτική γλώσσα. Ο μεγάλος Κρητικός από νέος υιοθέτησε τη δημοτική γλώσσα τόσο στο έργο του όσο και στην αλληλογραφία του. Το πρώτο του έργο Ξημερώνει γράφεται στη δημοτική. Κατόπιν νέος ακόμα γίνεται ιδρυτικό μέλος του «Εκπαιδευτικού Ομίλου» που έπαιξε σημαντικό ρόλο για την υπεράσπιση της δημοτικής γλώσσας και παιδείας. Ο Καζαντζάκης έπαιρνε τις λέξεις από το στόμα του ελληνικού λαού και όχι μόνον του κρητικού. Όλο του το έργο το έγραφε στη δημοτική εκτός από δύο βιβλία. Εξόριστος στην Αντίπολη έγραφε μέχρι την τελευταία του πνοή στη δημοτική. Νομίζω ότι ο καλύτερος τρόπος να παρουσιάσει κανείς τις θέσεις του στο γλωσσικό θέμα, είναι να παραθέσω τέσσερις μαρτυρίες, οι δύο είναι του ίδιου του Ν. Καζαντζάκη. Σε επιστολή του στο Θράσο Καστανάκη γράφει: “Όποιος Έλληνας θέλει να γράψει πανανθρώπινα, δεν έχει παρά να γράψει ένα καλό ελληνικό έργο. Μονάχα ελληνιστί μπορεί ο Έλληνας να γίνει πανανθρώπινος: γιατί έτσι μονάχα μπορεί να βρεί τις ρίζες του, δηλαδή τις ρίζες του ανθρώπου”. Το 1951 γράφει από την Αντίπολη στον Κίμωνα Φράιερ, τον μεταφραστή της Οδύσσειας στα αγγλικά: «...Θα χαρώ πολύ νάρθετε και να δουλέψουμε μαζί, γιατί αλλιώς μόνος σας είναι αδύνατο ν’ αρχίσετε τη μετάφραση. Οχι γιατί έχει πολλές κρητικές λέξεις, παρά γιατί η γλώσσα της είναι η πλούσια νεοελληνική γλώσσα, που ελάχιστοι διανοούμενοί μας την ξέρουν. Δεν την μαθαίνουν στα σχολείο κι η εφημερίδα, το ραδιόφωνο, η τεμπελιά, η προχειρολογία, δεν τους αφήνουν να τη μάθουν. Εγώ χρόνια γύριζα τα χωριά και τα βουνά της Ελλάδας και μάζευα από τα χείλια του λαού τις λέξεις, πως λεν το κάθε πράμα. Μα οι λόγιοι της Αθήνας έχουν μια πρόχειρη φτωχότατη γλώσσα κι όποια λέξη δε γνωρίζουν λένε πως είναι κρητικιά. Στην μετάφραση της «Θείας Κωμωδίας» του Ντάντε, υπάρχουν μόνο 14 λέξεις αποκλειστικά κρητικές. Μια λέξη σε κάθε χίλιους στίχους. Και στην Οδύσσεια στοιχημάτισα πως σε 33.333 στίχους δεν υπάρχουν 33 παρά μήτε 13 αποκλειστικά κρητικές λέξεις. Ενοείτε κανένας δε δέχτηκε τα στοίχημα. Οταν θάρθετε θα σας εξηγήσω λεπτομερέστατα το ζήτημα αυτό. Και τούτο γιατί δεν είναι σωοτό να γράφετε κι εσείς πως η γλώσσα μου είναι κρητική. Το εναντίον όταν υπάρχει καλύτερη δηλ. πιο πανελλήνια λέξη αυτή προτιμώ...». Η τρίτη μαρτυρία είναι του Γιώργου Φτέρη: “Αυτές οι άγνωστες εκφράσεις ήταν σαν μπάλλες, σαν πολεμοφόδια για τη μάχη της δημοτικής που απορροφούσε τα πάντα κι έκανε επάνω - κάτω ζήτημα δευτερεύον κάθε άλλη ιδιότητα του δημοσιεύματος... Τότε κατάλαβα πως ο Καζαντζάκης ρουφούσε σαν στρείδια, σαν φρέσκα θαλασσινά τις καινούρ-γιες λέξεις, τις ένιωθε σαν πυρήνες καρπών όπου καθώς το δέντρο, κρατά κι η γλώσσα το μυστικό της γονιμότητος». Τέλος, ο Μιχάλης Σταφυλάς γράφει: “Ο Καζαντζάκης ανακαλύπτει λέξεις που δίνουν το μεγαλύτερο εννοιολογικό εύρος και χρησιμοποιώντας τες απέβλεπε στον εμπλουτισμό της νεοελληνικής γλώσσας μ’ όλα εκείνα τα δικά της στοιχεία που από διάφορους λόγους περιορίστηκαν γεωγραφικά ή που κάτω από οριομένες συνθήκες αδράνησαν. Πρόκειται δηλαδή για μια προσπάθεια διάσωσης κι αφομοίωσης γνήσιων δημοτικών στοιχείων που σιγά σιγά χάνονται κι αρχίζουμε τελικά να τα βλέπουμε σαν ξένα ή σαν στενεμένους ιδιωματισμούς. Είναι συνεπώς μια ακόμα υπηρεσία που πρόσφερε στο έθνος του με τη γλώσσα που μεταχειριζόταν κι ας λένε ό,τι θέλουν μερικοί γλωσσα-μύντορες καθαρευουσιάνοι ή μιχτοδημοτικιστές. Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε πως η γλώσσα του Καζαντζάκη παντού, σ’ όλα του τα έργα, είναι μια ζωντανή, όλο κινητικότητα και γεμάτη από μεστές έννοιες γλώσσα, που καταξιώνει την σημασία και την ευρύτητα της Δημοτικής. Είναι ένας άθλος αλλά και μια απάντηση σ’ όσους έβλεπαν ή βλέπουν περιορισμένους τους εννοιολογικούς ορίζοντες της γλώσσας του λαού μας”.



3. Ο ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΣΥΝΘΕΣΗ

Το θέμα των σχέσεων του νεοέλληνα με την Αρχαία Ελλάδα, τη Δύση και την Ανατολή απασχόλησε συχνά τον Νίκο Καζαντζάκη. Ο μεγάλος Κρητικός είχε Ευρωπαϊκή μόρφωση, αγάπησε και επηρεάστηκε από την Αρχαία Ελλάδα, λάτρεψε την Ανατολή, τον πολιτισμό της, τα τοπία, τους ανθρώπους. Ήταν ένας κοσμοπολίτης συγγραφέας, ποιητής και στοχαστής, Είχε μια παγκόσμια συνείδηση, όπως αναφέρει ο καθηγητής Γιάννης Κακριδής. Παράλληλα και κυρίως ήταν ένας Έλληνας διανοούμενος, δεμένος με τον ελληνικό πολιτισμό, το λαό και τις παραδόσεις της Ελλάδας και ιδιαίτερα της Κρήτης. Για τον Καζαντζάκη δεν υπάρχει καμία αντίθεση σ’ αυτές τις θέσεις. Ο νεοέλληνας πρέπει να έχει τις ρίζες του αλλά παράλληλα να ενδιαφέρεται για τους άλλους λαούς και πολιτισμούς, να έχει ανοιχτό μυαλό, να επιδιώκει τη «σύνθεση» της παράδοσης με το παρόν και το μέλλον, της Ανατολής και της Δύσης. Η Ελληνική ταυτότητα για τον Καζαντζάκη είναι μια δυναμική και όχι σωβινιστική και εθνικιστική τοποθέτηση. Ορισμένα κείμενά του θα μας επιτρέψουν να καταλάβουμε καλύτερα τη γνώμη του. Α) Για τις σχέσεις με την Αρχαία Ελλάδα, γράφει: “- Πρώτα πρώτα, πρέπει να πάρουμε σωστή κι αξιοπρεπή στάση απέναντι στους αρχαίους. Οι αρχαίοι δεν είναι πια δικοί μας μονάχα «πρόγονοι»α είναι όλης της άσπρης φυλής. Δεν πρέπει πια να γινόμαστε γελοίοι καμαρώνοντας για τους αρχαίους σα να είναι χτήμα μας- μήτε να τρέμουμε μπροστά τους σα να είμαστε ραγιάδες. Οι πρόγονοι ξέφυγαν πια από την κατοχή μιας ορισμένης γης και ράτσας, τώρα κι αιώνες πήδηξαν από την Ελλάδα στη Δύση, έσμιξαν με καινούριες ράτσες, δημιούργησαν νέο πολιτισμό, αγάπησαν κι αγαπούν όσους τους αγαπούν και τους νιώθουν. Μονάχα γι’ αυτούς είναι βαθιά, πραγματικά πρόγονοι. Μπορούσα μάλιοτα να υποστηρίξω και τούτο: Κανένας δεν εννοεί λιγότερο τους πρόγονους από τους επίγονους”. Β) Για τις σχέσεις του νεοέλληνα με τη Δύση και την Ανατολή είναι πιο σαφής: “Ο Δυτικός πολιτισμός πάλι είναι καταπληχτική κατάχτηση του νεότερου ανθρώπου. Είναι σύγχρονός μας, θέμε δε θέμε μας πήραν οι ρόδες του, ταυτίσαμε την τύχη μας με τη δική του. Τρώμε, ντυνόμαστε, κατοικούμε, ενεργούμε, στοχαζόμαστε κάτω από τη φοβερή του επίδραση. Δε γλιτώνουμε. Κανένα έθνος πια δε γλιτώνει. Κι όποιο αποπειραθεί να γλιτώσει, είναι χαμένο, θα το φαν όλα τ’άλλα έθνη. Ζούμε το βιομηχανικό πολιτισμό της εποχής μας, που καμιά σχέση δεν έχει μήτε με την κλασική εποχή της ομορφιάς, μήτε με την ανατολίτικη μεταφυσική αποδημία. Για ένα Δυτικό έθνος το πρόβλημα του πολιτισμού δεν είναι τόσο δύσκολο και πολύπλοκο όσο για μας. Προσαρμοσμένοι φυσικά στον ντόπιο τους Δυτικό πολιτισμό, μάχουνται μονάχα να τον προχωρήσουν και να του δώσουν, όσο μπορούν, δικές τους εθνικές απόχρωσεις. Μα εμείς βρισκόμαστε ανάμεσα Ανατολής και Δύσης. Προνομιούχα, λεν, είναι η θέση της Ελλάδας, μα και συνάμα επικίντυνο πολύ γεωγραφικό και ψυχικό σημείο του κόσμου. Μέσα μας υπάρχουν βαθιές δυνάμες εχθρικές στο ρυθμό της Δύσης. Έχουμε, για να μπορέσουμε να δημιουργήσουμε, να συμφιλιώσουμε μέσα μας τρομερούς δαιμόνους. Ποιο είναι λοιπόν το χρέος μας; Εγώ έτσι μονάχα μπορώ χοντρικά να το διατυπώσω: Η Ανατολή με τις μεγάλες πολλές λαχτάρες της, με την άμεσή της επαφή με τη μυστηριώδη ουσία του κόσμου, θ’ αποτελεί πάντα, για τον Έλληνα, το ζεστό, σκοτεινό, πλούσιο Υποσυνείδητο. Αποστολή του είχε πάντα ο ελληνικός νους να το φωτίσει, να το οργανώσει και να το κάμει συνειδητό. Όταν το κατόρθωσε, δημιούργησε αυτό που λέμε ελληνικό θάμα. Η Ανατολή είναι το άμορφο, ο ελληνικός νους ήταν πάντα n δύναμη που ένα αγαπούσε κι επιδίωκε απάνω απ’ όλα: τη μορφή. Να δώσουμε μορφή στο άμορφο, να κάμουμε λόγο την ανατολίτικη κραυγή, αυτό είναι το χρέος μας. Δεν μπορούμε ν’ αρνηθούμε μήτε την Ανατολή, μήτε τη Δύση, είναι μέσα μας βαθιά και οι δύο αντίδρομες δυνάμεις και δεν ξεκολνούν. Είμαστε υποχρεωμένοι ή να φτάσουμε στο λαμπικάρισμα της Ανατολής σε Λύση, να πετύχουμε δηλαδή μια δυσκολότατη σύνθεση, ή να χαροπαλεύουμε δούλοι”. Γ) Σε ανάλυση των σχέσεων Ελλάδας και Ανατολής του δίνεται η ευκαιρία να εκθέσει την προσωπική του αντίληψη του νεοελληνισμού. “Ας δούμε τώρα τι σημαίνει Ανατολή. Το κύριο χαρακτηριστικό της Ελλάδας είναι αυτό: να στεριώσει, μ’ όσες πιο πολλές προσπάθειες μπορεί, το εγώ, αυτό το στέρεο καταφύγιο που υποτάσσει στο φως της ανθρώπινης βούλησης τις άστατες δυνάμεις, τους αρχέγονους δαίμονες. Το υπέρτατο ιδανικό της Ελλάδας είναι να διασώσει το εγώ από την αναρχία και από το χάος. Το υπέρτατο ιδανικό της Ανατολής είναι να ενώσει το εγώ με το άπειρο μέχρι να συγχωνευτεί μαζί του. Η παθητική θέαση, η ευδαιμονία της απάρνησης, η γεμάτη εμπιστοσύνη παράδοση στις μυστηριώδεις και απρόσωπες δυνάμεις: αυτή είναι η ουσία της Ανατολής. Τίποτα δεν είναι πιο αντίθετο με την ψυχή και τις πράξεις του Οδυσσέα της “Οδύσσειάς” μου απ’ αυτήν την ανατολίτικη αντίληψη της ζωής. Ο Οδυσσέας είναι κάθε άλλο παρά Ανατολίτης. Σίγουρα δεν απλώνει, όπως ο Έλληνας, ένα πέπλο πάνω στο χάος, γιατί του αρέσει να διατηρεί την άγρυπνη δύναμη του και να την πολλαπλασιάζει, ατενίζοντας το χάος. Αντίθετα μάλιστα, την τελευταία στιγμή, όταν εμφανίζεται ο θάνατος, εκείνος σηκώνεται, ολόρθος, μπροστά στο χάος και το θωρεί με καθάριο μάτι. Η στάση τούτη απέναντι στη ζωή και στο θάνατο δεν είναι ελληνική ούτε ανατολίτικη. Είναι κάτι άλλο. Και τώρα αρχίζει n εξομολόγηση μου: Χαίρουμαι που μου δίνετε την ευκαιρία να εξηγήσω πως συναρτώ την ψυχή μου με την παμπάλαιη προγονική ψυχή και πως από τις ρίζες αυτές βγαίνει η κοσμοθεωρία μου^ το κεντρικό όραμα που ρυθμίζει τα τελευταία χρόνια τη ζωή και το έργο μου δεν μου ήρθε “άνωθεν”, από επιστημονικές σοφίες και μεταφυσικούς οραματισμούς, παρά “κάτωθεν”, από τα χώματα της γης μου. Η Κρήτη είναι η σύνθεση που πάντα μου επιδιώκω, η σύνθεση Ελλάδας και Ανατολής. Ούτε Φραγκιά νιώθω μέσα μου, ούτε καθαρή “αποσταγμένη” κλασική Ελλάδα, ούτε, καθόλου, το αναρχούμενο χάος και την άβουλη εγκαρτέρηση της Ανατολής. Κάτι άλλο, μια σύνθεση, το εγώ ν’ ατενίζει την άβυσο χωρίς ν’ αποσυνθέτεται, το εναντίον, η ενατένιση αυτή να το γεμίζει συνοχή, υπερηφάνεια κι αντρεία. Και τη ματιά τούτη, που ατενίζει έτσι τη ζωή και το θάνατο, την ονομάζω κρητικιά”. Σ’ ένα γράμμα στον Κύπριο διανοούμενο Αιμίλιο Χουρμούζιο, τέλος, προσδιορίζει: “Κρητική Ματιά δε θα πει να διώξουμε το δυτικό, ανατολικό, αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, θα πει να συνθέσουμε όλα αυτά και προπάντων αυτό το καινούριο που αναβρύζει μέσα μας και να ζήσουμε μια νέα, πιο πλατιά, πιο γενναία και πιο υπεύθυνη αντίληψη της ζωής”. Αυτή η θέση δεν είναι τοπικιστική, όπως τον κατηγόρησε ο Θεοτοκάς. Υποχρεώθηκε λοιπόν ο Καζαντζάκης να σημειώσει: «Ρητά λέω πως σκοπός μας είναι σ’όλα τα υπεραρχαία ελληνικά πλούτη να βρούμε τη σύνθεση. Η Κρητική, Ρουμελιώτικη, Μακεδονική, Μικρασιάτικη ματιά, όλες μαζί, αποτελούν το ΜΑΤΙ της νεοελληνικής ψυχής». Αυτή την πεποίθηση της Σύνθεσης την αναφέρει σε δύο άλλα κείμενά του.

Στον Αλέξη Ζορμπά γράφει: “Εγώ, με την άδεια σου, τον αρχηγό αυτόν της ράτσας μας τον λέω Ακρίτα. Η λέξη αυτή μου αρέσει πιο πολύ, είναι πιο αυστηρή και πολεμόχαρη, γιατί ευτύς ως την ακούσεις τινάζεται μέσα σου πάνοπλος ο αιώνιος Έλληνας, που μάχεται ακατάπαυστα στις άκρες, στα σύνορα. Στα κάθε σύνορα, εθνικά, πνεματικά, ψυχικά. Κι αν πεις και Διγενής, ακόμα πιο βαθιά στοράς τη ράτσα μας, την εξαίσια σύνθεση Ανατολής και Δύσης”. Ταξιδεύοντας στην Πελοπόνησο, ανακεφαλαιώνει δύο διαπιστώσεις: «Δύο μεγάλα ρέματα αποτελούν την διγενή ψυχή του Νεοέλληνα. Κοιτάζοντας τον αργολικό κάμπο, ανεβαίνω προς τήν Κόρινθο κι αραδιάζω στο νού μου τις κύριες ιδιότητες του αρχαίου προγονού: Αγάπη της ζωής, ήρεμο αντίκρισμα του θανάτου, καλλιέργεια του κορμιού, αρμονία νου και σάρκας, αγάπη της λευτεριάς, χαρούμενο ρίζωμα στη γης, χωρίς λαχτάρες άλλου καλύτερου κόσμου. Κι υστέρα αραδιάζω αντικριστά τις ιδιότητες του άλλου προγόνου, του Βυζαντινού κι Ανατολίτη: Θεοκρατία, φεουδαρχία, αηδία της ζωής, ματαιότητα, απαισιοδοξία, μυστικισμός^ περιφρονεί τη γης και θέλει να φύγει λαχταρώντας καλύτερο, αίωνιότερο κόσμο”. Ο Νίκος Καζαντζάκης προσπάθησε έτσι σε όλη του τη ζωή, συχνά μακριά από την πατρίδα, να σημειώσει τη σημασία της νεοελληνικής ταυτότητας, να τη δέσει με τη γη, τους ανθρώπους, τον πολιτισμό, να δείξει την ιδιαιτερότητά της. Κατάφερε έτσι με τον τρόπο του να προωθήσει τον ελληνισμό. “Μου αρέσει, γράφει, να νιώθω κι εγώ καμιά φορά πως είμαι ένας από τους πολλούς και περαστικούς άρχοντες του Ελληνισμού και πρέπει να περάσει κι από μένα ο Ελληνισμός για να προχωρήσει”.

* Ο Γιώργος Στασινάκης είναι πρόεδρος της Συντονιστικής Επιτροπής της Διεθνούς Εταιρείας Φίλων Νίκου Καζαντζάκη, πρεσβευτής Ελληνισμού, επίτιμος δημότης Δήμου “Νίκος Καζαντζάκης”

πηγή: Κρητική εφημερίδα Πατρίς